αλληλοσπορά

αλληλοσπορά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλληλοσπορά" в других словарях:

  • αλληλοσπορά — η η καλλιέργεια διαφόρων φυτών στον ίδιο αγρό διαδοχικά, αλλιώς αμειψισπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπορά] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορά — η η εναλλαγή διάφορων καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι, αλληλοσπορά: Με την αμειψισπορά διατηρείται η γονιμότητα του εδάφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»